παράπλευρος

παράπλευρος
-η, -ο
αυτός που βρίσκεται παρά το πλευρό κάποιου, δίπλα του, πλαϊνός, διπλανός.
επίρρ...
παραπλεύρως και -α
δίπλα, στο πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + πλευρό. Το επίρρ. παραπλεύρως μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Χαλικιόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παράπλευρος — η, ο πλαϊνός, συνεχόμενος, διπλανός, κολλητός, αυτός που βρίσκεται στο πλευρό: Η γύρω γύρω επιφάνεια του κυλίνδρου λέγεται παράπλευρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράσειρος — η, ο / παράσειρος, ον, ΝΑ (για άλογα) αυτός που δεν είναι ζευγμένος αλλά δεμένος στα πλάγια τού κανονικού ζεύγους αλόγων που σύρουν το όχημα, αλλ. σειραφόρος αρχ. 1. παράπλευρος, αυτός που βρίσκεται στο πλευρό κάποιου 2. μτφ. σύντροφος 3. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • παρατριβή — ἡ, ΝΑ [παρατρίβω] τριβή ενός πράγματος με άλλο, τριβή πραγμάτων μεταξύ τους («ἐκ παρατριβῆς ξύλων εὗρον πῡρ», Φίλ.) αρχ. 1. τριβή δύο σωμάτων, συνουσία, συνεύρεση («ἐκ παρατριβῆς καὶ σπέρματος ἀνδρός», Επιφ.) 2. μτφ. προστριβή, σύγκρουση,… …   Dictionary of Greek

  • πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …   Dictionary of Greek

  • πλαϊνός — και πλαγινός, ή, ό, Ν [πλάι/ πλάγι] 1. αυτός που βρίσκεται στο πλάι, ο παράπλευρος, ο διπλανός («η πλαϊνή πόρτα») 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουδ.) ο πλαϊνός και η πλαϊνή ο γείτονας, ο ένοικος τού διπλανού σπιτιού …   Dictionary of Greek

  • πλευρά — Τα 24 οστέινα στοιχεία που συμβάλλουν στον σχηματισμό της θωρακικής κοιλότητας, του θωρακικού κλωβού του ανθρώπου. Τα π. είναι οστά πλατιά και συγχρόνως μακριά σε σχήμα τόξου· το πίσω τους άκρο αρθρώνεται με τα σώματα και τις εγκάρσιες αποφύσεις… …   Dictionary of Greek

  • Βουρβόνοι — (Bourbon). Γαλλικός ηγεμονικός οίκος (16ος – 19ος αι.). Μικροί φεουδάρχες του πύργου της Βουρβόνης (Bourbon) στην κεντρική Γαλλία, αναρριχήθηκαν στο βασιλικό αξίωμα χάρη σε επιτυχή συνοικέσια με τον οίκο των Καπετιδών. Από τον κλάδο των Β.… …   Dictionary of Greek

  • πλα(γ)ινός — ή, ό αυτός που είναι στο πλάι, ο παράπλευρος, ο γειτονικός, ο διπλανός: Το πλαγινό σπίτι το κατεδαφίζουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”